- φιλοχρυσία
- φῐλο-χρῡσία, ἡ,A love of gold, Poll.3.113.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοχρυσία — φιλοχρυσίᾱ , φιλοχρυσία love of gold fem nom/voc/acc dual φιλοχρυσίᾱ , φιλοχρυσία love of gold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρυσία — ἡ, Α [φιλόχρυσος] υπέρμετρη αγάπη για τον χρυσό … Dictionary of Greek